- καταβαπτέον
- καταβαπτ-έον,A one must dip,
εἰς ἔλαιον Sor.2.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰς ἔλαιον Sor.2.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταβαπτέον — one must dip masc acc sg καταβαπτέον one must dip neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)